χλευαστικά

χλευαστικά
χλευαστικός
derisory
neut nom/voc/acc pl
χλευαστικά̱ , χλευαστικός
derisory
fem nom/voc/acc dual
χλευαστικά̱ , χλευαστικός
derisory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλόγαρος — ο [άλογο] σωματώδες άλογο, η αλογάρα, αλόγα (και χλευαστικά) …   Dictionary of Greek

  • ανδράριον — ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ] (χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο …   Dictionary of Greek

  • αποτέτοιος — α, ο 1. χλευαστικά για πρόσωπα που αποφεύγουμε να κατονομάσουμε, ο δείνα, ο τάδε 2. φρ. «είναι αποτέτοιος» είναι κίναιδος 3. «ο αποτέτοιος του» ο πρωκτός του 4. «η αποτέτοια του» το πέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + (αντων.) τέτοιος] …   Dictionary of Greek

  • διαμυλλαίνω — (Α) [μυλλαίνω] στραβώνω χλευαστικά τα χείλη, μορφάζω …   Dictionary of Greek

  • επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ιδού — (ΑΜ ἰδού) (ως δεικτ. μόριο) 1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ») 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι αρχ. (χλευαστικά)… …   Dictionary of Greek

  • ιόμωροι — ἰόμωροι, οἱ (Α) (για τους Αργείους) 1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.) 2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • καγχαστής — ο (Α καγχαστής) [καγχάζω] αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά …   Dictionary of Greek

  • καταγελαστικός — καταγελαστικός, ή, όν (Α) [καταγελώ] ο χλευαστικός. επίρρ... καταγελαστικῶς (Α) χλευαστικά, εμπαικτικά …   Dictionary of Greek

  • κατιλλώπτω — (Α) 1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια 2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”